- ανελεύθερος
- -η, -οαυτός που δεν έχει φιλελεύθερα φρονήματα, δουλικός: Η νομοθεσία της χώρας αυτής ουσιαστικά είναι ανελεύθερη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀνελεύθερος — not free masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανελεύθερος — η, ο (Α ἀνελεύθερος, ον) ανάρμοστος σε ελεύθερο άνθρωπο, δουλικός αρχ. 1. χαμερπής, φαύλος, ποταπός 2. φειδωλός, φιλάργυρος 3. αγροίκος, άξεστος 4. δόλιος, πανούργος … Dictionary of Greek
ἀνελευθερώτατον — ἀνελεύθερος not free masc acc superl sg ἀνελεύθερος not free neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνελευθέρως — ἀνελεύθερος not free adverbial ἀνελεύθερος not free masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνελεύθερον — ἀνελεύθερος not free masc/fem acc sg ἀνελεύθερος not free neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνελευθερώτατοι — ἀνελεύθερος not free masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνελευθερώτεροι — ἀνελεύθερος not free masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνελευθέροις — ἀνελεύθερος not free masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνελευθέρου — ἀνελεύθερος not free masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνελευθέρους — ἀνελεύθερος not free masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)